- πώματος
- πώ̱ματος , πῶμα 1lidneut gen sgπώ̱ματος , πῶμα 2drinkneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πώμα — (I) το / πῶμα, πώματος, ΝΑ κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ ἐπιθείη», Ομ. Οδ.) αρχ. τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.) … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
βαλανειόμφαλος — βαλανειόμφαλος, ον (Α) (για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»] … Dictionary of Greek
εκπωμάτιση — η αφαίρεση τού πώματος … Dictionary of Greek
καππαδοκικός — ή, ό (AM καππαδοκικός, ή, όν) [Καππαδόκης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καππαδοκία ή στους Καππαδόκες αρχ. 1. είδος πώματος 2. είδος πίτας … Dictionary of Greek
ξεβούλλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβουλλώνω, η αφαίρεση πώματος από δοχείο, εκπωμάτιση, ή, γενικά, η απομάκρυνση πράγματος που εμποδίζει τη ροή υγρού σε σωλήνα, έκφραξη … Dictionary of Greek
παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους … Dictionary of Greek
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
σπιράλ — το, Ν 1. είδος εντομοαπωθητικού αποτελούμενο από στερεό υλικό σε σχήμα σπείρας με πολλαπλές έλικες, το οποίο ανάβεται στο εξωτερικό του άκρο και αργοκαίει 2. ιατρ. είδος αντισυλληπτικού πώματος που εισάγεται στον κολεό τής μήτρας, σπείραμα 3.… … Dictionary of Greek
τίλιο — Aφέψημα που παρασκευάζεται από τα άνθη της φλαμουριάς. * * * το, Ν 1. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα τής μικρόφυλλης φλαμουριάς, αλλ. λεπτόφυλλο φλαμούρι 2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα τής πλατύφυλλης… … Dictionary of Greek